δυσμέτρητος
English (LSJ)
ον,
A hard to measure, Antipho Soph.106. 2 hard to traverse, πέλαγος Philostr.VA4.15.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu messen, Antipho bei Poll. 4, 167; übertr., πέλαγος, schwer zu befahren, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμέτρητος: -ον, δυσκόλως μετρούμενος, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 167. 2) δυσπόρευτος, πέλαγος Φιλόστ. Β. Ἀπολλ. 4, 15