εὐμαθία
English (LSJ)
εὐμαθίη,
A v. εὐμάθεια.
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, s. εὐμάθεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμᾰθία: καὶ εὐμαθίη, ἴδε ἐν λ. εὐμάθεια.
εὐμαθίη,
A v. εὐμάθεια.
[Seite 1079] ἡ, s. εὐμάθεια.
εὐμᾰθία: καὶ εὐμαθίη, ἴδε ἐν λ. εὐμάθεια.