εὐμαθία
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, s. εὐμάθεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὐμάθεια.
Russian (Dvoretsky)
εὐμαθία: ἡ Plat., Anth. = εὐμάθεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμᾰθία: καὶ εὐμαθίη, ἴδε ἐν λ. εὐμάθεια.
Greek Monolingual
εὐμαθία και εὐμαθίη, ἡ (Α) ευμαθής
βλ. ευμάθεια.
Greek Monotonic
εὐμᾰθία: Ιων. -ίη, = εὐμάθεια, σε Πλάτ.