[ρᾱ], ον,
A penetrating, Sch.Il.12.439, Eust.709.48.
[Seite 594] durchdringend, Schol. Il. 12, 439. 13, 149.
διαπεράσιμος: [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, ὀξύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ.