ἀντιμεταβάλλω

Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A meet one change with another, Hp.Acut.26.

German (Pape)

[Seite 255] (s. βάλλω), dagegen umändern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεταβάλλω: πρὸς μίαν μεταβολὴν ἀντιτάσσω ἑτέραν, ἀμοιβαίως μεταβάλλω, Ἱππ. π. Ὀξ. 388, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 8. 93.