ἀντιμεταβάλλω
From LSJ
English (LSJ)
meet one change with another, Hp.Acut.26.
Spanish (DGE)
1 tr. contrarrestar con otro cambio μέγα τι Hp.Acut.26
•cambiar en v. pas. εἰ μὴ ἀντιμεταβέβληται τὸ ἔργον τῆς εἰρήνης Iul.Pap. en Ath.Al.Apol.Sec.30.4.
2 intr. transformarse ὑπὸ ἀνθρώπων ἐσθιόμενα ἀντιμεταβάλλει καὶ γίνεται ἀνθρώπων ... σώματα Origenes M.12.1092C.
German (Pape)
[Seite 255] (s. βάλλω), dagegen umändern, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμεταβάλλω: πρὸς μίαν μεταβολὴν ἀντιτάσσω ἑτέραν, ἀμοιβαίως μεταβάλλω, Ἱππ. π. Ὀξ. 388, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 8. 93.
Greek Monolingual
ἀντιμεταβάλλω (AM)
1. αντιτάσσω μία μεταβολή σε μία άλλη, κάνω συνεχείς μεταβολές
2. μεταβάλλω τελείως, αντιστρέφω.