πολυαμάρτητος

From LSJ
Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

German (Pape)

[Seite 659] sehr sündig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαμάρτητος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, σφόδρα ἁμαρτωλός, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 271, κλπ.