πόδα

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek (Liddell-Scott)

πόδα: ἐπὶ βοῶν κ. τ. τ., ἀντίθ. πολυσχιδής, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 30. 2) ἐσχισμένος, ποδότης ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 1. 3, 2·- διῃρημένος, κεχωρισμένος εἰς δύο, κόμη Καλλίστρ. Ἀγαλμ. 7· ὁδὸς Α. Β. 35.