ἱστιατόριον
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek (Liddell-Scott)
ἱστιατόριον: τό, = ἑστιατόριον, Δωρ. τύπος ἐν Ἐπιγραφ. Ἰαλυσ. Ρόδου, Newton, The Coll. of. Ance. Gr. Inscr. in the British Mus. II. ἀρ. 349. Ι, 16.