ἱστιατόριον
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
English (LSJ)
v. ἑστιατόριον.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστιατόριον: τό, = ἑστιατόριον, Δωρ. τύπος ἐν Ἐπιγραφ. Ἰαλυσ. Ρόδου, Newton, The Coll. of. Ance. Gr. Inscr. in the British Mus. II. ἀρ. 349. Ι, 16.