ἀρητεύω

Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A to be president, βωλᾶς IG12(3).1259 (Cimolus); Dor. ἀϝρ- ib.4.497.4 (Mycenae), SIG56.43 (Argos). (Always in 3sg. impf. ἀϝρήτευε, ἀρήτευε, hence perh. for ἐ-ϝρήτευε, from ϝρητεύω, cf. ϝρήτρα.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀρητεύω: εἶμαι ἀρητήρ, ἱερεύς, κατὰ τὸν Le Bass, ἀρήτευε Λέων [β]ωλᾶς σωτέρας SGDI 3237, ἀρήτευε δαμιοργῶν Δελφίων Τ[ι] μοκρίτου Δαιφοντεὺς 3315, κατὰ τὴν Helen M. Searles ἴσως σημαίνει ἀγορεύω, δημηγορῶ (Studies in Class. Philol.) ἀλλ’ ὁ Τσούντας ἐν Ἐφημ. Ἀρχ. 1887, 15. 7 σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἀριστεύω.