ἀρητεύω
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
to be president, βωλᾶς IG12(3).1259 (Cimolus); Dor. ἀϝρ- ib.4.497.4 (Mycenae), SIG56.43 (Argos). (Always in 3sg. impf. ἀϝρήτευε, ἀρήτευε, hence perhaps for ἐ-ϝρήτευε, from ϝρητεύω, cf. ϝρήτρα.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. impf. ἀϝρε̄́τευε ICr.1.8.4b.23 (Cnoso V a.C.)]
ser presidente, ICr.l.c., IG 12(3).1259.14 (Cimolo V a.C.), IG 4.497.4 (Micenas II a.C.).
• Etimología: Quizá ἀϝρήτευε por ἐ-Ϝρήτευε de Ϝρετεύω denom. de Ϝρήτρα, de la raíz *(H)erHu̯3- ‘hablar’, cf. εἴρω, ἐρευνάω, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρητεύω: εἶμαι ἀρητήρ, ἱερεύς, κατὰ τὸν Le Bass, ἀρήτευε Λέων [β]ωλᾶς σωτέρας SGDI 3237, ἀρήτευε δαμιοργῶν Δελφίων Τ[ι] μοκρίτου Δαιφοντεὺς 3315, κατὰ τὴν Helen M. Searles ἴσως σημαίνει ἀγορεύω, δημηγορῶ (Studies in Class. Philol.)· ἀλλ’ ὁ Τσούντας ἐν Ἐφημ. Ἀρχ. 1887, 15. 7 σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἀριστεύω.