πολύβυρσος
English (LSJ)
ον,
A of many hides or skins, gloss on πολύρρινος, Sch.A.R.3.1231.
German (Pape)
[Seite 660] = πολύῤῥινος, Schol. Ap. Rh. 3, 1230.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβυρσος: -ον, ἐκ πολλῶν βυρσῶν, δερμάτων ἀποτελούμενος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ πολύρρινος.