ἐπιΐστωρ

From LSJ
Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, μετὰ γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) εἰδήμων, ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.