θαυματουργός
English (LSJ)
όν,
A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d. II puppet-maker or -showman, Hero Aut.1.7(pl.).
German (Pape)
[Seite 1189] = θαυματοποιός, Ath. IV, 129 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = θαυματοποιός, Ἀθήν. 129D.