A illumine in front, Sch.Il.18.486.
[Seite 728] vorher erleuchten, Schol. Il. 18, 486.
προκαταλάμπω: καταλάμπω, φωτίζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 486.