καταλάμπω

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλάμπω Medium diacritics: καταλάμπω Low diacritics: καταλάμπω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΩ
Transliteration A: katalámpō Transliteration B: katalampō Transliteration C: katalampo Beta Code: katala/mpw

English (LSJ)

A shine upon or over, c. gen., ὧν ὁ ἥλιος κ. Pl.R. 508d: also c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plu.Cic.22; ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτόν Id.Ages.24, cf. Luc.Prom.19:—Pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι X.Mem.4.7.7, cf. E.Tr.1070(lyr.), Ion87(anap.).
II abs., shine, of the sun, Hp.Aër.5, E.El.464(lyr.), v.l. in h.Merc.141.

German (Pape)

[Seite 1359] 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., ἡμέρα κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν sept. sap. conv. 18.

French (Bailly abrégé)

1 tr. verser sa lumière sur, éclairer d'en haut, gén.;
2 intr. briller, resplendir.
Étymologie: κατά, λάμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λάμπω beschijnen, verlichten, met gen.:; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει waar de zon op schijnt Plat. Resp. 508d; met acc.:; φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς vele lampen verlichtten de stegen Plut. Cic. 22.5; pass.: ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι beschenen door de zon Xen. Mem. 4.7.7.

Russian (Dvoretsky)

καταλάμπω:
1 освещать (сверху), бросать свет (ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενος Xen.): ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει Plat. (все то), что освещает солнце;
2 светить, сиять, блистать (ἐν μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur.; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.): ἡμέρα κατέλαμψε Plut. день воссиял, т. е. рассвело.

Spanish

iluminar

Greek Monolingual

(AM καταλάμπω)
εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» — στη μέση της ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος του ήλιου, Ευρ.)
μσν.-αρχ.
1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, ἀστραπή, τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.
β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», Πλούτ.)
2. παθ. καταλάμπομαι
φωτίζομαι έντονα από κάτι, δέχομαι την ακτινοβολία από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι», Ξεν.
β. «... ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα»).

Greek Monotonic

καταλάμπω: μέλ. -λάμψω,
I. λάμπω επάνω σε ή αποπάνω, με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., κ. τοὺς στενωπούς, τους φωτίζω, σε Πλούτ.
II. απόλ., φωτίζω, σε Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλάμπω: μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, λάμπω ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., ὦν ὁ ἥλιος καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, φωτίζω, Πλουτ. Κικ. 22· ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., λάμπω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ κόρη τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ.

Middle Liddell

fut. -λάμψω
I. to shine upon or over, c. gen., Plat.: c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plut.
II. absol. to shine, Eur.; so in Mid., Eur.

Léxico de magia

iluminar de Helios ὁ χρυσοπρόσωπος, ὁ χρυσαυγής, ὁ πυρὶ καταλάμπων τῆς νυκτός el que tiene dorado rostro, el de dorados destellos, el que ilumina la noche con fuego P III 134 quizá de la divinidad en general σε καλῶ, τὸν καταλάμποντα τὴν ὅλην οἰκουμένην a ti te invoco, el que ilumina todo el mundo habitado P VII 704