βομβύκια
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
German (Pape)
[Seite 453] ων, τά, summende Insecten, Arist. H. A. 5, 24; vgl. Schol. Ar. Nub. 159.
Greek (Liddell-Scott)
βομβύκια: -ων, τά, εἶδος μελισσῶν, αἵτινες κατασκευάζουσι φωλεὰς ἐκ πηλοῦ, apis caementaria, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 24 (διάφ. γραφ. βομβυκοειδῶν). ΙΙ. τὰ κουκούλια, θυλάκια τῶν μεταξοσκωλήκων, αὐτόθι 5. 19, 11.