ἐκθετικός
English (LSJ)
ή, όν,
A expository, λόγος ἐ. τινος Aphth.Prog.8, cf. Theo Prog.4. II ἐ. τρόπος, = ἔκθεσις II.b, Alex.Aphr.in APr.34.7. Adv. -κῶς Simp. in Ph.948.25. III enunciatory, Stoic.2.62.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθετικός: -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, διηγηματικός, ἐξηγητικός, Εὐστ. Πονημ. 30. 1.