ἐκθετικός

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθετῐκός Medium diacritics: ἐκθετικός Low diacritics: εκθετικός Capitals: ΕΚΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekthetikós Transliteration B: ekthetikos Transliteration C: ekthetikos Beta Code: e)kqetiko/s

English (LSJ)

ἐκθετική, ἐκθετικόν,
A expository, λόγος ἐκθετικός τινος Aphth.Prog.8, cf. Theo Prog.4.
II ἐκθετικὸς τρόπος, = ἔκθεσις II.b, Alex.Aphr.in APr.34.7. Adv. ἐκθετικῶς = in expository fashion Simp. in Ph.948.25.
III enunciatory, Stoic.2.62.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I fil.
1 enunciativo ἐ. οἷον «ἔστω εὐθεῖα γραμμὴ ἥδε» Chrysipp.Stoic.2.62.
2 de la «éctesis» o «exposición» τῆς τοιαύτης δείξεως ὁ ἐκθετικὸς τρόπος Alex.Aphr.in APr.34.7, cf. ἔκθεσις A II 1.
II ret. expositivo, λόγος ἐκθετικός = discurso expositivo, del encomio, Aphth.Prog.8, del relato, Theo Prog.78.16.
III adv. ἐκθετικῶς = mediante la «éctesis» o «exposición» fil. ποιεῖται τὴν δεῖξιν διὰ ἀδυνάτου ἐ. Simp.in Ph.948.25
mediante exposición detallada, por medio de explicación ἐ. ταύτην (ἔννοιαν) δηλῶσαι Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1276A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθετικός: -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, διηγηματικός, ἐξηγητικός, Εὐστ. Πονημ. 30. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκθετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη
αρχ.
εκφραστικός, περιγραφικός.