περιμηχανάομαι

Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A prepare very craftily, contrive cunningly, ἄλλο τι . . περιμηχανόωνται Od.7.200 ; δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο 14.340.

German (Pape)

[Seite 583] dep. med., von allen Seiten her sehr listig ersinnen, bereiten; ἄλλο τι δὴ τόδ' ἔπειτα θεοὶ περιμηχανόωνται, Od. 7, 200, wie δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο 14, 340.

Greek (Liddell-Scott)

περιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι μετὰ πολλῆς πανουργίας, παρασκευάζω μετὰ πολλῆς δεξιότητος, ἄλλο τι ... περιμηχανόωντο Ὀδ. Η. 200· δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο Ξ. 340.