πορφυρόστρωτος
English (LSJ)
ον,
A spread with purple cloth, A.Ag. 910.
German (Pape)
[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.
ον,
A spread with purple cloth, A.Ag. 910.
[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.
πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.