aor. 1 -έζωσα,
A gird, ἑαυτόν Plu.Sull.28:—Med., ἐνεζωσμένοι κῴδια Dicaearch.2.8.
[Seite 840] angürten, anbinden, ἐνζώσας ἑαυτόν Plut. Sull. 28.
ἐνζώννυμι: ζώννυμι, Πλούτ. 1. 470Β.