εὐσωπία
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
German (Pape)
[Seite 1101] ἡ, erkl. Hesych. ἡσυχία.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσωπία: «(Δωριεῖς) ἡσυχία» Ἡσύχ.