κωμόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A fall into lethargic sleep, κεκωμῶσθαι Hp. ap. Gal.19.111.
German (Pape)
[Seite 1544] in Schlafsucht verfallen, Hippoer. bei Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κωμόομαι: πίπτω εἰς ληθαργικὸν ὕπνον, κεκωμωμένος, ἴσως διορθωτέον εἰς κεκωματισμένος), Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.