ἐμφορτίζομαι
English (LSJ)
Med., = sq., metaph.,
A πολὺν τῇ γαστρὶ κόρον Onos. 12.2. II Pass., to be laden, ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.98.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφορτίζομαι: παθ., φορτώνομαι, Θ. Πρόδρ. παρ’ Elberling 6. σ. 253· ἴδε ἐκφορτίζομαι.