ἐκφορτίζομαι
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
Pass., to be sold for exportation: metaph., to be kidnapped, betrayed, v.l. for ἐμφορτίζομαι, S.Ant.1036.
Spanish (DGE)
1 descargar en v. pas. τὸ πλοῖον Wilcken Chr.273.2.7 (II/III d.C.), fig. πᾶν εἶδος ἀκαθαρσίας σαρκικῆς ... ἐκπεφορτισμένοι Cyr.Al.M.68.777B.
2 transportar, Gloss.2.22.
German (Pape)
[Seite 786] (ausgeführt), verkauft, verrathen werden, Soph. Ant. 1023.
French (Bailly abrégé)
pf. ἐκπεφόρτισμαι;
être rejeté comme un fardeau, être abandonné, trahi.
Étymologie: ἐκ, φόρτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφορτίζομαι: досл. (о грузе) вывозиться, перен. быть предаваемым: ἐξημπόλημαι κἀκπεφόρτισμαι Soph. меня продали и предали.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφορτίζομαι: παθ., πωλοῦμαι πρὸς ἐξαγωγήν, μεταφ., ἀπάγομαι, προδίδομαι, ἐξημπόλημαι κἀκπεφόρτισμαι πάλαι Σοφ. Ἀντ. 1036˙ ἀλλ’ ὁ Jebb προτιμᾷ τὴν γραφὴν κἀμπεφόρτισμαι, συμφώνως τῇ πρώτῃ γραφῇ τοῦ Λαυρ. Χειρογρ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
(Α ἐκφορτίζομαι)
απαλλάσσομαι από τη φόρτιση, από το φορτίο
αρχ.
1. πουλιέμαι για εξαγωγή
2. μτφ. προδίνομαι, απάγομαι
3. ενεργ. εκφορτίζω
ξεφορτώνω από το πλοίο.
Greek Monotonic
ἐκφορτίζομαι: Παθ., πουλιέμαι ως εξαγώγιμο προϊόν, απαγάγομαι, προδίδομαι, σε Σοφ.
Middle Liddell
Pass. to be sold for exportation, to be kidnapped, betrayed, Soph.