διακένωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A emptying out, Hsch. s.v. διελάφυξας.
German (Pape)
[Seite 581] ἡ, gänzliche Ausleerung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
διακένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἐντελὴς κένωσις, Ἡσύχ. ἐν λ. διελάφυξας.
εως, ἡ,
A emptying out, Hsch. s.v. διελάφυξας.
[Seite 581] ἡ, gänzliche Ausleerung, Hesych.
διακένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἐντελὴς κένωσις, Ἡσύχ. ἐν λ. διελάφυξας.