ἀνύστακτος

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

German (Pape)

[Seite 267] ohne zu schlafen, Eudoc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύστακτος: -ον, ὁ μὴ νυστάζων, ἄγρυπνος, ὁ τούτου ἀνύστακτος ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ.