συνδιαθερμαίνω
English (LSJ)
A warm thoroughly together, Hp.Morb.1.24.
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich durchwärmen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαθερμαίνω: διαθερμαίνω ὁμοῦ, Ἱππ. 458. 10.
A warm thoroughly together, Hp.Morb.1.24.
[Seite 1007] mit od. zugleich durchwärmen, Hippocr.
συνδιαθερμαίνω: διαθερμαίνω ὁμοῦ, Ἱππ. 458. 10.