περικαχλάζω
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek (Liddell-Scott)
περικαχλάζω: καχλάζω ὁλόγυρα, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, 1. 165, 6. ἔκδ. Λ.
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
περικαχλάζω: καχλάζω ὁλόγυρα, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, 1. 165, 6. ἔκδ. Λ.