ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
[Seite 7] VLL. ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς.
ἀγάλακτες: ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς, Ἀρχ. λεξ.