αὔληρα

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

(i.e. ἄϝληρα, cf. ἄβληρα), τά, Dor. for εὔληρα (q.v.), Epich. 178: sg. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 393] τά, dor., Epicharm. in VLL., = εὔληρα.

Greek (Liddell-Scott)

αὔληρα: τά, Δωρ. ἀντί εὔληρα· - «τά ἡνία, τοὺς ἱμάντας... παρὰ δὲ Ἐπιχάρμω αὔληρα εἴρηται» Ἐτυμ. Μ. 393. 5· «αὔληρον: ἱμὰς ἤ σχοινίον, ὅπερ Ἴωνες εὔληρον» Α. Β. 464. 2. (Πιθ. ἀντί ἄϝληρα· ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὸν τύπον ἄβληρα (ἀβληρά Schmidt).