σχοινίον
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
τό, Dim. of
A σχοῖνος ΙΙ, small rope, cord or thread, Hdt.1.26, 5.85, 86, Ar.Ach.22, etc.; simply, rope, e.g. for mooring a ship, IG22.1611.254 (pl.); ὅστις ἀναρριχᾶται διὰ σχοινίου Gal.6.140; ἐπὶ σχοινίου περιπατεῖν Arr.Epict.3.12.2: prov., τὸ ἐκ τῆς ψάμμου σχοινίον πλέκειν Aristid.2.309 J.; πλεῖς τὴν θάλατταν σχοινίων πωλουμένων; = when there are ropes for sale? Antiph. 100, cf. Com.Adesp.296.
2 measuring-line, Arist.Mech.853b5, LXX 2 Ki.8.2, OGI669.60 (Egypt, i A.D.): hence,
b measure, portion, LXX Ps.15.6.
c 100 cubits, the side of an ἄρουρα, PTeb.13.13 (ii B.C.).
3 girdle, LXX Je.45(38).11, Ep.Je.43.
4 σχοινίον βοτρύων, = σχοινιά 1, Aristeas 75 codd. (but σχοινιαί is prob. cj.).
II metaph., λύειν σχοινίον μεριμνᾶν the cord of cares (which binds one), Pi.Fr.248.
III Com., membrum virile, Ar.V.1342.
German (Pape)
[Seite 1056] τό, ein aus Binsen geflochtener Strick, übh. Strick, Schnur, bes. das Meßseil, Ar. Vesp. 1342 Pax 36 u. öfter; μεμιλτωμένον, Ach. 22; übertr., σχοινίον δυσφόρων μεριμνᾶν, Pind. frg. 124; Her. 1, 26. 5. 86 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
corde de jonc tressé, corde, cordage.
Étymologie: σχοῖνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοινίον -ου, τό σχοῖνος, touw, kabel; seks. slappe lul. Aristoph. Ve. 1342.
Russian (Dvoretsky)
σχοινίον: τό
1 веревка, бечевка Her., Arph.;
2 канат Arph.;
3 перен. цепь, вереница (μεριμνῶν Pind. ap. Plut.;
4 membrum virile Arph.
English (Slater)
σχοινίον cord met. δυσφόρων σχοινίον μεριμνᾶν (sc. τῷ Λυαίῳ θεῷ λύοντι) fr. 248.
English (Strong)
diminutive of schoinos (a rush or flag-plant; of uncertain derivation); a rushlet, i.e. grass-withe or tie (generally): small cord, rope.
English (Thayer)
σχοινιου, τό (diminutive of the noun σχοῖνος, ὁ and ἡ, a rush), from Herodotus down, properly, a cord or rope made of rushes; universally, a rope: Acts 27:32.
Greek Monolingual
σχοινί, το / σχοινίον, ΝΜΑ, και σκοινί Ν
σύστρεμμα από ίνες σχοίνου, κάνναβης ή λιναριού ή και άλλων υλών με πάμπολλες χρήσεις
νεοελλ.
1. τεχνολ. σύνολο ινών ή συρμάτων συμπυκνωμένων με συστροφή ή διάπλεξη σε επιμήκη, εύκαμπτη γραμμή, αλλ. συρματόσχοινο
2. (για κυκλικό χορό) ένας γύρος («τον έφερε ένα σκοινί τον χορό»)
3. στον πληθ. τα σχοινιά
(παλαιότερα) όργανο για την κατεργασία ή για το στοίβαγμα του τριχώματος της κατσίκας αποτελούμενο από τρία ή τέσσερα σχοινιά δεμένα στο ένα τους άκρο κατά μήκος ξύλινου πήχη ενώ στο άλλο τους άκρο ήταν ενωμένα με αυτόν τον πήχη, με τον οποίο ο στοιβαχτής τά κινούσε πάνω κάτω χτυπώντας το τρίχωμα στο δάπεδο
4. φρ. α) «του σχοινιού και του παλουκιού» — άνθρωπος διεφθαρμένος, εξώλης και προώλης, ικανός για το καθετί
β) «το πήρε σκοινί κορδόνι [ή γαϊτάνι]» — επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια
γ) «του πέρασε το σκοινί στον λαιμό» — τον πίεσε ή τον εξεβίασε με βάναυσο τρόπο
δ) «δεν του δίνει σκοινί να κρεμαστεί» — λέγεται για εκείνους που, αγανακτισμένοι, απορρίπτουν αίτημα ανάξιου προσώπου
ε) «το παρατράβηξε το σχοινί» — ξεπέρασε τα όρια
στ) «δερμάτινο σχοινί» — σχοινί από δερμάτινες λωρίδες που χρησιμοποιείται κυρίως στα οιακόσχοινα
ζ) «σχοινί έντριτο» βλ. έντριτος
η) «σχοινί εντέταρτο» — βλ. εντέταρτο
5. παροιμ. α) «το σχοινί το μαλακό τρώει την πέτρα την ξερή» — με την υπομονή και τη συνεχή εργασία μπορεί να πραγματοποιήσει κανείς πολύ δυσχερή έργα
β) «του χωριάτη το σκοινί μονό δεν φτάνει, διπλό του περισσεύει» — λέγεται για όσους δεν ικανοποιούνται με τίποτε, για τους ανικανοποίητους
γ) «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί» — βλ. κρεμώ
αρχ.
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σχοίνος
2. είδος μετρικής μονάδας, το πεντάσχοινον
3. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο και, κατ' επέκτ., τμήμα γης καταμετρημένο με αυτόν τον τρόπο, μερίδιο, κλήρος
4. ζωστήρας, ζώνη
5. μήκος εκατό ωλενών, η πλευρά μιας αρούρης
6. (στην κωμωδία) το ανδρικό μόριο
7. μτφ. αδιάκοπη σειρά, αλυσίδα («λύειν σχοινίον μεριμνᾱν», Πίνδ.)
8. φρ. α) «σχοινίον βοτρύων» — ορμαθός σταφυλιών δεμένος με σχοινί, σχοινιά (Αριστε.)
β) «σχοινίον μεμιλτωμένον» — σχοινί βαμμένο με κόκκινο χρώμα (Αριστοφ.)
9. παροιμ. «ἐκ τῆς ψάμμου σχοινίον πλέκειν» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούσαν κάτι το απραγματοποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του σχοῖνος «είδος φυτού με μακρύ βλαστό, καλάμι». Ο νεοελλ. τ. σκοινί < σχοινί(ον) με τροπή του διαρκούς -χ- σε κλειστό -κ- (πρβλ. σχίζω: σκίζω)].
Greek Monotonic
σχοινίον: τό, υποκορ. του σχοῖνος II, λεπτό σχοινί, ή απλώς, σχοινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχοῖνος ΙΙ, μικρὸν, λεπτὸν σχοινίον, ἢ ἁπλῶς σχοινίον ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 26., 5, 85, 86, Ἀριστοφ. Ἀχ. 22, κ. ἀλλ.· παροιμ., ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν Ἀριστείδ· πλεῖς τὴν θάλατταν σχοινίων πωλουμένων; ὅτε πωλοῦνται σχοινία; Ἀντιφάνης ἐν «Ἐφεσίᾳ» 1, πρβλ. Ἀνώνυμ. 54· σχοινίον τὸ μεμιλτωμένον, δι’ οὗ περιβάλλοντες τοὺς πολίτας ἠνάγκαζον αὐτοὺς νὰ προσέρχωνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν· τοῦτο δὲ ἐποίουν ὑπὲρ τοῦ μὴ βραδύνειν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 22 ἔνθα ἴδε Σχολιαστ. 2) σχοινίον ὡς μέτρον, Ἀρχ. Μαθ. σελ. 310, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 60 ― ὅθεν, β) ὡς τὸ σχοίνισμα, μέτρον, μερίδιον, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΕ΄, 6). 3) ζώνη, αὐτόθι (Ἱερεμ. ΜΕ΄, 11). 4) σχ. βοτρύων, = σχοινιά, Ἀριστέας π. τῶν Ἑβδομ. σ. 111Α. ΙΙ. μεταφορ., ἀδιάσπαστος σειρὰ ἢ ἅλυσις, λύειν σχοινίον μεριμνῶν Πινδ. Ἀποσπ. 124· ὡς τὸ negotiorum catenam ambrumpere παρὰ τῷ Σενέκᾳ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, τὸ ἀνδρικὸν μόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1342.
Middle Liddell
σχοινίον, ου, τό, [Dim. of σχοῖνος III]
a cord, Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:scoin⋯on 士回你按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:燈心草(作繩子用)
字義溯源:草繩,細繩,線,粗繩,繩子;源自(σχοινίον)X*=燈心草)
出現次數:總共(2);約(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 繩子(2) 約2:15; 徒27:32