κληροδοσία
English (LSJ)
ἡ,
A distribution of land, LXX Ps.77(78).55, D.S.5.53.
German (Pape)
[Seite 1450] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληροδοσία: ἡ, ἡ διὰ κλήρου διανομή, Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.