κλεισοῦρα

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek (Liddell-Scott)

κλεισοῦρα: ἡ, Λατ. clausura, στενὴ διάβασις ἢ ὁδὸς μεταξὺ δυσβάτων τόπων ἣν δύναταί τις νὰ καταλάβῃ καὶ κλείσῃ διὰ στρατευμάτων. ― Κατὰ Σουΐδ.: «κλεισοῦραι, οὕτω καλοῦνται τὰ ὀχυρώματα τῶν διαβάσεων τῇ πατρίῳ τῶν Ρωμαίων φωνῇ»· κλεισουράρχης, ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν φυλασσόντων τοιαύτην θέσιν, ὡς τὸ Τουρκ. «ντερβὲν ἀγᾶς»· κλεισουροειδῶς, Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς κλεισοῦραν· ― λέξεις μεταγενέστερ., ἴδε Δουκάγγ.