ονος, ὁ, ἡ,
A with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).
[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.
πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.