λιτροσκόπος
English (LSJ)
ὁ, (λίτρα I)
A one who examines money, money-changer, S.Fr.1065.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτροσκόπος: ὁ, (λίτρα) ὁ ἐξετάζων τὰ νομίσματα, ἀργυραμοιβός, Σοφ. Ἀποσπ. 907.
ὁ, (λίτρα I)
A one who examines money, money-changer, S.Fr.1065.
λῑτροσκόπος: ὁ, (λίτρα) ὁ ἐξετάζων τὰ νομίσματα, ἀργυραμοιβός, Σοφ. Ἀποσπ. 907.