κεντόω
English (LSJ)
A v.l. for κεντρόω 1 in Hdt.3.16.
German (Pape)
[Seite 1418] = κεντέω, Her. 3, 16, wahrscheinlich κεντρόω.
Greek (Liddell-Scott)
κεντόω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ κεντρόω, ἐν πολλοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Ἡρόδ. 3. 16.
A v.l. for κεντρόω 1 in Hdt.3.16.
[Seite 1418] = κεντέω, Her. 3, 16, wahrscheinlich κεντρόω.
κεντόω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ κεντρόω, ἐν πολλοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Ἡρόδ. 3. 16.