ἀηθίζομαι
English (LSJ)
A to be unaccustomed to a thing, Posidon.26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηθίζομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀσυνήθιστος εἴς τι πρᾶγμα, Στράβ. 198.
A to be unaccustomed to a thing, Posidon.26.
ἀηθίζομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀσυνήθιστος εἴς τι πρᾶγμα, Στράβ. 198.