διαλελυμένως
English (LSJ)
Adv., (διαλύω)
A laxly, Arist.Pr.900a24. II not in composition, Ath.15.676f; e.g. πόδας ὠκύς, as compared with ποδώκης, Eust.64.22. b in an uncontracted form, e.g. χαλκέα, opp. χαλκῆ, Moer.414. c without conjunctions, in asyndeton, Ph. 1.500. III in conversational style, opp. ἐμμέτρως, Sch.Heph. p.115 C., cf. Sch.Ar.Eq.937.
German (Pape)
[Seite 587] getrennt, Gramm., vgl. Ath. XV, 676 f.
Greek (Liddell-Scott)
διαλελῠμένως: ἐπίρρ. (διαλύω) χαλαρῶς, ἀντίθετον τῷ σφοδρῶς, Ἀριστ. Προβλ. 11. 13. ΙΙ. κατὰ διάστασιν, οὐχὶ ἐν συνθέσει, Ἀθήν. 676F· π.χ. πόδας ὠκύς, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ ποδώκης, Εὐστ. 64. 22. 2) ἀσυναιρέτως, ὡς χαλκέα ἀντὶ χαλκῆ, Φρύνιχ. 122, Μοῖρ. 376. ΙΙΙ. ἀντιθ. τῷ ἐμμέτρως, Ἡφαιστίων 5, 7.