χαλκῆ
From LSJ
English (LSJ)
(sc. εἰκών), ἡ, bronze statue, Antig.Mir.15, cf. D.L.9.39, 10.9.
French (Bailly abrégé)
v. χάλκεος.
Russian (Dvoretsky)
χαλκῆ: ἡ (sc. εἰκών) медная или бронзовая статуя Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκῆ: (ἐξυπακ. εἰκών), ἡ, ἄγαλμα ἢ ἀνδριὰς ἐκ χαλκοῦ, Διογ. Λ. 9. 39., 10. 9.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
μσν.
μεγαλοπρεπής οικοδομή στην Κωνσταντινούπολη, κτισμένη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, που αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο τών βασιλικών ανακτόρων στο Βυζάντιο, η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή τη στέγη της κάλυπταν επίχρυσες χάλκινες πλάκες
αρχ.
άγαλμα ή ανδριάντας από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. χαλκοῦς.