ἀργομέτωπος

Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A with rough-hewn faces, λίθοι Ph.Bel.82.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργομέτωπος: -ον, ἀκατέργαστον ἔχων τὴν ἐπιφάνειαν, λίθοι ἀργομέτωποι Φίλων Βελοπ. 82.