ἀργομέτωπος

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργομέτωπος Medium diacritics: ἀργομέτωπος Low diacritics: αργομέτωπος Capitals: ΑΡΓΟΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: argométōpos Transliteration B: argometōpos Transliteration C: argometopos Beta Code: a)rgome/twpos

English (LSJ)

ἀργομέτωπον, with rough-hewn faces, λίθοι Ph.Bel.82.5.

Spanish (DGE)

-ον
arq. cuyo paramento exterior está sin tallar λίθοι Ph.Mech.82.5, cf. IG 22.463.40 (IV a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργομέτωπος: -ον, ἀκατέργαστον ἔχων τὴν ἐπιφάνειαν, λίθοι ἀργομέτωποι Φίλων Βελοπ. 82.

Greek Monolingual

ἀργομέτωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»).

German (Pape)

λίθοι, Mathem., vorn unbehauene Steine.