ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
λωρίον: τό, ὡς καὶ νῦν «λωρί», Μαυρίκ. 1, 2, Μαλαλ. 89, 7, Λέοντος Τακτ. 5, 4, κτλ.