ἀπαρεγχείρητος
English (LSJ)
ον,
A not to be tampered with, inviolable, Ti.Locr.95a, Arr.Epict.4.1.161, J.AJ15.8.1. Adv.-τως inimitably, perfectly, D.S.4.78.
German (Pape)
[Seite 280] dem nicht beizukommen ist, untadelhaft, Plat. Locr. 95 a u. Sp. – Adv., -ήτως ὡμοιωμένον, unübertrefflich ähnlich, D. Sic. 4, 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρεγχείρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβάλῃ, ἀπρόσβλητος, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 8, 1: ― ἄμεμπτος, τέλειος, Τίμ. Λοκρ. 95Α. Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 1, 161. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀναμφισβητήτως, Διόδ. 4. 78.