ἀπαρεγχείρητος

Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A not to be tampered with, inviolable, Ti.Locr.95a, Arr.Epict.4.1.161, J.AJ15.8.1. Adv.-τως inimitably, perfectly, D.S.4.78.

German (Pape)

[Seite 280] dem nicht beizukommen ist, untadelhaft, Plat. Locr. 95 a u. Sp. – Adv., -ήτως ὡμοιωμένον, unübertrefflich ähnlich, D. Sic. 4, 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρεγχείρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβάλῃ, ἀπρόσβλητος, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 8, 1: ― ἄμεμπτος, τέλειος, Τίμ. Λοκρ. 95Α. Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 1, 161. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀναμφισβητήτως, Διόδ. 4. 78.