πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
[Seite 102] ὴ, dasselbe, Orac. Sibyll., zweifelhafte Form.
ἀλλᾰγίη: ἡ, = τῷ προηγ., Χρησμ. Σιβυλλ. 2.157.