ἀπομειλίσσομαι

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Att. ἀπομειλίττομαι,

   A appease, allay, θεοῦ μῆνιν D.H. 1.38; πεῖναν Ph.2.477; τινά J.AJ19.9.2; θεούς Porph.Marc.2.    II expiate, τὰς τῶν πολλῶν ἁμαρτίας Id.Abst.4.5.

German (Pape)

[Seite 314] wieder besänftigen, Dion. Hal. 1, 38 τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομειλίσσομαι: Ἀττ. -ίττομαι: μέλλ. ἀπομειλίξομαι, ἀποθ., καταπραΰνω, καθησυχάζω, ἀπομειλιττόμενος τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν Διον. Ἁλ. 1. 38· καταπαύω, πεῖναν Φίλων. 2. 477.