προοιστέον
English (LSJ)
(προφέρω)
A one must premise, place first, Arist.Top. 110b29.
Greek (Liddell-Scott)
προοιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προφέρω, δεῖ προφέρειν, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 6.
(προφέρω)
A one must premise, place first, Arist.Top. 110b29.
προοιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προφέρω, δεῖ προφέρειν, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 6.