ἱκετεία
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, more Att. form of ἱκεσία (q.v.),
A supplication, Th.1.24; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Id.3.67; ἱκετεῖαι θεῶν addressed to them, Lys.2.39; ἐφ' ἱκετείαν τραπόμενος Pl.Ap.39a; μετὰ δεήσεως καὶ ἱ. PPetr.2p.60 (iii B.C.), cf. SIG1181.12 (Jewish): pl., -είας ποιεῖσθαι Pl.Smp.183a, etc.
German (Pape)
[Seite 1247] ἡ, das Schutzflehen, = ἱκεσία, w. m. s.; τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. 1, 24; ἱκετείαν τινὸς ποιεῖσθαι, Jemanden bitten, 3, 67, wie θεῶν Lys. 2, 39; ἐφ' ἱκετείαν τρεπόμενος τῶν διωκόντων Plat. Apol. 39 a; ἱκετείας καὶ ἀντιβολήσεις ἐν ταῖς δεήσεσι ποιούμενοι Conv. 183 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετεία: ῐ, ἡ, Ἀττικώτερος τύπος τοῦ ἱκεσία, Θουκ. 1. 24· ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος, ἱκετεύειν τινά, ὁ αὐτ. 3. 67· ἱκ. θεῶν, ἱκεσίαι πρὸς τοὺς θεούς, Λυσ. 194. 21· ἐφ᾿ ἱκετείαν τρέπεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 39Α· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Α, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130, 132.